αγαρνίριστος

αγαρνίριστος
η , ο
1) без отделки (об одежде, шляпе); 2) без гарнира (о блюде)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγαρνίριστος" в других словарях:

  • αγαρνίριστος — η, ο [γαρνίρω] 1. ο χωρίς γαρνιτούρα, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για φαγητά) αυτά που σερβίρονται σκέτα, χωρίς γαρνίρισμα …   Dictionary of Greek

  • αγαρνίριστος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι γαρνιρισμένος με κάποια γαρνιτούρα: Το φουστάνι (ή το φαγητό) ήταν αγαρνίριστο. 2. μτφ., αστόλιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»